- σπερμολόγῳ
- σπερμολόγοςpicking up seedsmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπερμολογώ — έω, Α [σπερμολόγος] 1. (για πτηνό) μαζεύω και τρώγω σπόρους 2. είμαι σπερμολόγος, διαδίδω αδέσποτες φήμες … Dictionary of Greek
σπερμολογώ — σπερμολόγησα, διαδίδω αδέσποτες φήμες, κουτσομπολεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek